- γέννημα
- το (AM γέννημα, Α και γένημα)1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου»«ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ«Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.)2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά («ἐκ τοῡ γεννήματος τῆς ἀμπέλου», «οἰνικὰ καὶ σιτικὰ γεννήματα»)3. δημιούργημα, προϊόν («γεννήματα τής φαντασίας σου»«μίαν είχαμεν αδελφήν, το γέννημα τού ήλιου»«τὸν θεὸν οὗ τάδε πάντα τε ἔργα ἐστὶ καὶ γεννήματα»)μσν.- νεοελλ.(για τον τόπο καταγωγής και ανατροφής) «Αθηναίος γέννημα και θρέμμα»αρχ.1. η φύση, ο χαρακτήρας ενός προσώπου («δηλοῑ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῡ πατρὸς τῆς παιδός», Σοφ.)2. το να γεννά κάποιος κάποιον3. το να παράγει κάποιος κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. γέννημα < γεννώτο μτγν. γένημα προήλθε από το γέννημα, πιθ. κατ' επίδραση τού γένος ή απευθείας αναγωγή στη ρίζα γεν- (πρβλ. εγενόμην) (βλ. και λ. γεννώ)].
Dictionary of Greek. 2013.